πτεροφυΐα

πτεροφυΐα
η появление перьев, оперения

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πτεροφυΐα" в других словарях:

  • πτεροφυία — πτεροφυίᾱ , πτεροφυία growing feathers fem nom/voc/acc dual πτεροφυίᾱ , πτεροφυία growing feathers fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροφυΐα — η το να βγάζει κάποιος φτερά: Άρχισε η πτεροφυΐα των μικρών πελαργών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτεροφυΐα — η, ΝΑ [πτεροφυής] η έκφυση φτερών, ο σχηματισμός φτερώματος …   Dictionary of Greek

  • πτεροφυίαν — πτεροφυίᾱν , πτεροφυία growing feathers fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρωμα — το, ΝΜΑ, και φτέρωμα Ν 1. τα φτερά και τα πούπουλα ενός πτηνού, το σύνολο τών πτερών και τών πτίλων 2. μτφ. η δύναμη για πέταγμα ή για κίνηση (α. «φρενών πτέρωμα», Κάλβ. β. «τὸ τῆς ψυχῆς... πτέρωμα», Μεθόδ. γ. «πτέρωμα τῆς κινήσεως», Γαλ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • πτεροφύησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [πτεροφυῶ] πτεροφυΐα …   Dictionary of Greek

  • ԹԵՒԱԲՈՒՍՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0808 Chronological Sequence: 8c, 12c գ. πτεροφυΐα pennarum generatio, plumescentia Բուսանել թեւոց՝ որպէս եւ փետրոց. *Կամ թռչնոց մազեղ թեւաբուսութիւն ստեղծեալ. Դիոն. երկն. Շ. հրեշտ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • πτέρωμα — το, ατος 1. το σύνολο των φτερών πουλιού. 2. πτεροφυΐα, φτέρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»